- εκσαγηνεύω
- ἐκσαγηνεύω (Α)1. συλλαμβάνω με τη σαγήνη, με το δίχτυ, παγιδεύω στα δίχτυα2. (κατ' άλλους) βγάζω από τη σαγήνη, από το δίχτυ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκσαγηνεύει — ἐκσαγηνεύω entangle in the toils pres ind mp 2nd sg ἐκσαγηνεύω entangle in the toils pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκσαγηνεῦσαι — ἐκσαγηνεύω entangle in the toils aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)